καλπαζανλίκι

καλπαζανλίκι
καλπαζανλίκι, τὸ (Μ)
η ιδιότητα τού απατεώνα, το να είναι κάποιος απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazanlic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”